Η σκηνοθέτιδα Αικατερίνη Παπαγεωργίου στο travelgirl.gr: Οι σπουδές της στο Λονδίνο, η ομάδα The Young Quill και…το Παγκάκι στο θέατρο Faust

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου ασχολείται εδώ και χρόνια με τη μεγάλη της αγάπη, την σκηνοθεσία. Όντας στο τμήμα παραστατικών τεχνών του Royal Central School of Speech and Drama, χωρίς καθόλου δεύτερες σκέψεις επέλεξε όλα τα μαθήματα κατεύθυνσής της να είναι σκηνοθεσίας και συγγραφής θεατρικών έργων. “Πίστευα απλώς ότι αυτό μου ταιριάζει”, μου λέει. Έπειτα προέκυψε το μεταπτυχιακό της στη σκηνοθεσία στο πλευρό της Katie Mitchell. Η ομάδα The Young Quill που έχει έδρα το Λονδίνο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της τον Γενάρη του 2017. “Προέκυψε μετά από μία συζήτηση που είχα με ένα γνωστό μου θεατρικό συγγραφέα στο Λονδίνο, ο οποίος μου περιέγραφε πώς επιδοτήσεις που μπορεί να έχει του περιορίζουν τη θεματολογία των έργων του σε όποια ζητήματα θεωρούνται εκάστοτε ενδιαφέροντα. Ύστερα, το συζητούσα για μέρες με μια πολύ στενή μου φίλη, μέχρι που καταλήξαμε στο ότι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε εμείς μια κάποια απελευθερωτική συνθήκη για νέους συγγραφείς και ηθοποιούς”. Πάμε να την γνωρίσουμε παρέα καθώς το έργο που σκηνοθετεί στο Παγκάκι στο θέατρο Faust ανεβαίνει στις 14 Γενάρη. 

Στο Παγκάκι.. Σε λίγες ημέρες το κοινό θα το απολαύσει κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Λίγα λόγια για το έργο;

Νομίζω ότι το «Στο Παγκάκι» θα είναι μια ενδιαφέρουσα παράσταση, καθώς η υπόθεση ακροβατεί μεταξύ σουρεαλισμού και ονείρου. Η δράση εκτυλίσσεται μέσα στον εφιάλτη μιας νέας γυναίκας: με πρόσχημα μια επερχόμενη μητρότητα καλείται, μαζί με τον εραστή της, να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν τη συμβατική ζωή, τα όνειρα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη μοναξιά, τη ντροπή, τη σκληρότητα και την ευαισθησία. Τα ονειρικά πλαίσια της δράσης δίνουν στο θεατή τη δυνατότητα να εντοπίσει ο ίδιος συμβολισμούς, φοβίες και ανησυχίες που αφορούν τη δική του ζωή και ενδεχομένως στοιχειώνουν τους εφιάλτες του. Δεν αποκλείεται μερικοί να αντλήσουν κάποιο παράδειγμα από την έκβαση της ιστορίας. Στο έργο, η συνειρμική αλληλουχία του ονείρου, που μέσα του κρύβει μεγάλες αλήθειες, συχνά αποκαλύπτει με χιούμορ αρκετές σαρκαστικές αντιφάσεις.

Για ποιους λόγους θα πρέπει κάποιος να έρθει να δει την συγκεκριμένη παράσταση;

Ερχόμενος κανείς για να δει τη συγκεκριμένη παράσταση, στην πραγματικότητα έρχεται να παρακολουθήσει την εξέλιξη ενός ονείρου που ναι μεν ακολουθεί τους κανόνες ενός κόσμου που είναι σε όλους μας οικείος, καθώς όλοι βλέπουμε όνειρα, αλλά όχι και τόσο οικείος ώστε να μπορούμε εύκολα να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτόν, όταν είμαστε ξύπνιοι. Μολονότι, αυτή η συνθήκη ανατρέπει κάποιες δραματουργικές συμβάσεις, εντούτοις δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για το κοινό: να αναγνωρίσει ο καθένας τις συμβολικές αναζητήσεις στα δικά του όνειρα και στους δικούς του εφιάλτες – κυριολεκτικούς και μη.

Πώς μπήκε η σκηνοθεσία στη ζωή σας;

Έχω πιέσει αρκετές φορές τον εαυτό μου σε πλαίσια συζητήσεων να βρει μια ειλικρινή αλλά και ευρηματική και πρωτότυπη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Όμως, η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι ακριβώς. Όντας στο τμήμα παραστατικών τεχνών του Royal Central School of Speech and Drama, χωρίς καθόλου δεύτερες σκέψεις επέλεξα όλα τα μαθήματα κατεύθυνσής μου να είναι σκηνοθεσίας και συγγραφής θεατρικών έργων. Πίστευα απλώς ότι αυτό μου ταιριάζει. Έπειτα προέκυψε το μεταπτυχιακό μου στη σκηνοθεσία στο πλευρό της Katie Mitchell, της οποίας την εργογραφία είχα να μελετώ στα πλαίσια των υποχρεώσεων του προπτυχιακού μου. Έκτοτε, και όσο περνάει ο καιρός, όλο και περισσότερο νιώθω ότι η σκηνοθεσία ήταν ήδη στη ζωή μου και δεν χρειάστηκε να την εισάγω εγώ με κάποιο τρόπο.

Η παράσταση Στο παγκάκι, είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς της ομάδας The Young Quill που έχει έδρα το Λονδίνο  και ιδρύθηκε με πρωτοβουλία σας τον Γενάρη του 2017. Λίγα λόγια για αυτήν την ομάδα και πώς προέκυψε η ιδέα της;

Στόχος του The Young Quill ήταν και παραμένει η δημιουργία ενός ισχυρού πυρήνα μιας ομάδας νέων δημιουργών, η οποία όντας συσπειρωμένη θα μπορεί να συμμετέχει στην ενίσχυση και την ανάδειξη νέων καλλιτεχνών παρέχοντας τους ευκαιρίες στο χώρο του θεάτρου. Υπό αυτό το πρίσμα καταπιαστήκαμε με νέα έργα που δεν έχουν ξανανέβει, και με νέους ηθοποιούς. Στην πραγματικότητα θελήσαμε να δημιουργήσουμε ευκαιρίες για νέους καλλιτέχνες του χώρου σαν εμάς που ασπάζονται το όνειρο της δημιουργικής έκφρασης μέσω του θεάτρου, προκειμένου να μπορέσουμε να το πραγματοποιήσουμε σε πλαίσια συνεργασίας και ομαδικότητας. Ευτυχώς πέτυχε! Φυσικά οι δυσκολίες ήταν πολλές και οι περισσότερες σχετίζονταν με την απόφαση μας να αυτοχρηματοδοτούμαστε είτε μέσω άλλων δράσεων είτε μέσω μικρών χορηγιών. Για την ώρα φαίνεται να τα καταφέρνουμε και μάλιστα διευρύνουμε συνέχεια τον πυρήνα της ομάδας μας.

Όσο για την ιδέα αυτή καθ΄ αυτή προέκυψε μετά από μία συζήτηση που είχα με ένα γνωστό μου θεατρικό συγγραφέα στο Λονδίνο, ο οποίος μου περιέγραφε πώς επιδοτήσεις που μπορεί να έχει του περιορίζουν τη θεματολογία των έργων του σε όποια ζητήματα θεωρούνται εκάστοτε ενδιαφέροντα. Ύστερα, το συζητούσα για μέρες με μια πολύ στενή μου φίλη, μέχρι που καταλήξαμε στο ότι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε εμείς μια κάποια απελευθερωτική συνθήκη για νέους συγγραφείς και ηθοποιούς. Έπειτα, μίλησα και με τους άλλους τρεις της βασικούς συντελεστές της ομάδας του The Young Quill, τον Κωστή Μουσικό, τον Άλεξ Γκούναρσον και τη Σοφία Μαυρομιχάλη. Η απόφαση πάρθηκε σε λιγότερο από μία εβδομάδα.

Η κρίση χτύπησε και το θέατρο. Θεωρείτε ότι ο κόσμος έρχεται να δει παραστάσεις με νέους ανθρώπους λιγότερο επώνυμους;

Με μεγάλη χαρά μπορώ να πω ότι ναι, ο κόσμος έρχεται να δει παραστάσεις με νέους ηθοποιούς και λιγότερο επώνυμους. Η θεατρική κοινότητα της Αθήνας είναι τεράστια συγκριτικά με το μέγεθός της πόλης και συνεχίζει να συντηρείται και να υπάρχει εδώ και χρόνια. Η αίσθηση που μου δίνεται είναι ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι στηρίζουν συνειδητά το θέατρο. Επιπλέον, είναι αλήθεια ότι η κρίση ενίσχυσε τη δημιουργία μικρότερων σκηνών με νέους ανθρώπους που πια δεν περιμένουν από ένα σκηνοθέτη ή ένα παραγωγό να τους κάνει πρόταση συνεργασίας, αλλά δημιουργούν οι ίδιοι τον δικό τους χώρο για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Είναι φανερό ότι ο κυρίως στόχος τους δεν είναι η οικονομική απολαβή, αλλά η ανάγκη τους για δημιουργική έκφραση, δηλαδή, αντικειμενικά, η προώθηση της δραματικής τέχνης. Ο κόσμος αυτό το στηρίζει και εύχομαι να εξακολουθήσει να το στηρίζει. Μαζί με το κοινό εξελίσσεται και ο καλλιτέχνης και το αντίστροφο, είναι αμφίδρομη σχέση. Έχουν δημιουργηθεί και διάφοροι εναλλακτικοί χώροι, όπως καφέ-μπαρ και εστιατόρια που περιλαμβάνουν μικρές θεατρικές σκηνές. Η τακτική αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στο εξωτερικό από παλιά και τα τελευταία χρόνια που ενισχύθηκε και στην Ελλάδα, φαίνεται να καρποφορεί.

Πλέον αρκετοί επιλέγουν ηθοποιούς με βάση το Instagram τους και το πόσο δυνατό λογαριασμό έχουν. Αυτό συμβαίνει στην τηλεόραση. Θεωρείτε ότι θα γίνει και στο θέατρο;

Η αλήθεια είναι πως αυτό είναι κάτι που ήδη γίνεται και στο θέατρο. Η ανάγκη προσέγγισης του μεγαλύτερου δυνατού κοινού είναι δεδομένη, τόσο για λόγους ηθικούς όσο και οικονομικούς. Η βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε αυτό το κομμάτι είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, τα νούμερα των τηλεθεατών που πρέπει να πιάσει μια τηλεοπτική παραγωγή για να θεωρηθεί επιτυχημένη σε σχέση με μια θεατρική παραγωγή είναι ασύγκριτα. Στο θέατρο εξ ορισμού είναι πολύ μικρότεροι οι αριθμοί, επομένως δεν υπάρχει και ο ίδιος βαθμός αναγκαιότητας και εξάρτησης. Στο σημείο αυτό, πρέπει βέβαια να γίνει και μια εισήγηση για την τέχνη που επιχειρεί την ανάδειξη και την κατανόηση ανθρώπων που προσδοκούν ένα ευχαριστώ από το κοινό – και το κοινό ξέρει να δείχνει ότι κάτι του άρεσε με πολλούς τρόπους και όχι αποκλειστικά και μόνο με ένα like σε κάποιο μέσω κοινωνικής δικτύωσης, που κακά τα ψέματα εμπεριέχει και μια πεζότητα και μια φυσική απόσταση.

Είμαστε στην εποχή των social meida και της εικόνας. Πλέον έχουμε ελάχιστους δημιουργούς . Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;

Δεν είμαι σίγουρη αν συμφωνώ με αυτό. Αντιθέτως θα έλεγα ότι δημιουργούς έχουμε πολλούς. Ενδεχομένως, περισσότερους που ασχολούνται με την εικόνα και λιγότερους με τη συγγραφή, παραδείγματός χάριν. Σίγουρα τα social media πολλές φορές απαιτούν πολύ χρόνο, γεγονός που ενδεχομένως να μην ευνοεί τη δημιουργία που και αυτή με τη σειρά της απαιτεί εκτός από χρόνο, εργασία και χώρο για την μορφοποίηση της φαντασίας. Ωστόσο, σε σχέση με τους δημιουργούς που ασχολούνται με το γραπτό λόγο, με βεβαιότητα μπορώ να πω, ότι τουλάχιστον στο Λονδίνο το οποίο γνωρίζω, συνεχίζει να υπάρχει ποιοτική συγγραφική δημιουργία. Επομένως, αν αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει και στην Ελλάδα, ίσως οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν και αλλού – πιθανότητα ξεκινώντας από την εκπαίδευση στις μικρές ηλικίες.

Αν θέλει ένα  νέο παιδί να ασχοληθεί με την σκηνοθεσία τι θα το συμβουλεύατε;

Δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να δώσω μια τέτοια συμβουλή. Θα σας πω καλύτερα αυτό που μου είπε μια πολύ επιτυχημένη σκηνοθέτης από την Αργεντινή, η Lola Arias, όταν της απηύθυνα το ίδιο ερώτημα – και με την οποία συμφωνώ απόλυτα. Αρχικά την σκηνοθεσία κάποιος θα πρέπει να τη σπουδάσει. Δυστυχώς, στην Ελλάδα ακόμη πιστεύουμε πως μπορεί να προκύψει μόνο από παρατήρηση και γενικότερη εμπειρία στο χώρο του θεάτρου. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι τελείως απίθανο, αλλά αυτό σίγουρα δεν μπορεί να συμβεί σε ένα νέο παιδί, όπως το περιγράψατε. Οι σπουδές στη σκηνοθεσία σου διδάσκουν τη μεθοδολογία, τον τρόπο σκέψης, εργασίας, οργάνωσης, προσέγγισης και κατανόησης. Αυτά είναι στοιχεία που δεν βρίσκονται αλλού. Επιπλέον, πρέπει κανείς να διεκδικεί πολλές ευκαιρίες προκειμένου να παρατηρεί τη διεξαγωγή προβών και όχι απαραίτητα σε ρόλο βοηθού, αλλά ως ένας απλός παρατηρητής που καταγράφει τα ερεθίσματα και στην συνέχεια τα αξιολογεί. Ακόμη, πρέπει κανείς να δοκιμάζει. Η σκηνοθεσία πέρα από τη γνώση της μεθοδολογίας θέλει και εφαρμογή. Είναι σημαντικό ακόμη και με πολύ λίγα μέσα κάποιος να κάνει την απόπειρα και να ρισκάρει. Τέλος, χρειάζεται διάβασμα και όχι απλώς και μόνο ανάγνωση των κλασικών και σύγχρονων έργων, αλλά και βιβλίων για τη σκηνοθεσία. Δεν γνωρίζω καλά την Ελληνική βιβλιογραφία, αλλά στα αγγλικά θα πρότεινα ανεπιφύλακτα το «Different Every Night» του Mike Alfreds και το «The Directors Craft» της Katie Mitchell

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.